- κατελπισμόν
- κατελπισμόςconfident hopemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατελπισμός — κατελπισμός, ὁ (Α) [κατελπίζω] βάσιμη ελπίδα («τηλικοῡτον γὰρ προενεβεβλήκει κατελπισμὸν τοῑς ὄχλοις», Πολ.) … Dictionary of Greek
προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… … Dictionary of Greek